- αληθάργητος
- ἀληθάργητος, -ον (Α) [ληθαργῶ]αυτός που δεν πέφτει σε λήθαργο, άγρυπνος, ενεργητικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀληθαργήτω — ἀληθάργητος free from lethargy masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀληθάργητος free from lethargy masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθάργητον — ἀληθάργητος free from lethargy masc/fem acc sg ἀληθάργητος free from lethargy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθαργήτων — ἀληθάργητος free from lethargy masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀληθαργήτῳ — ἀληθάργητος free from lethargy masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευληθάργητος — εὐληθάργητος, ον (ΑΜ) μσν. αυτός που ξεχνιέται εύκολα αρχ. αυτός που πέφτει εύκολα σε λήθαργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ληθαργώ (πρβλ. αληθάργητος)] … Dictionary of Greek